H λεμφαγγειακή καρκινωμάτωση είναι η φλεγμονή των λεμφικών αγγείων που προκαλείται από κακοήθεια
Ειδικός Παθολόγος-Ογκολόγος, MD, PhD
Η διαφοροδιάγνωση της λεμφαγγειακής καρκινωμάτωσης είναι δύσκολη έως αδύνατη
Ο καρκίνος του μαστού, ο καρκίνος του πνεύμονα, ο καρκίνος του στομάχου, ο καρκίνος του παγκρέατος και ο καρκίνος του προστάτη είναι οι πιο συνηθισμένοι όγκοι που οδηγούν σε λεμφαγγειίτιδα.
Η λεμφαγγειακή καρκινωμάτωση παρουσιάζεται με γραμμές Kerley Β σε ακτινογραφία θώρακα. Έχουν μήκος 1-2 cm στην περιφέρεια του πνεύμονος. Είναι κάθετες στον υπεζωκότα και υπερβαίνουν τα όριά του. Παριστούν παχύνσεις υποπλευρίων ενδολοβιδιακών διαφραγμάτων και, συνήθως, αναγνωρίζονται στις βάσεις. Στις καρδιοπάθειες, οι γραμμές Β παριστούν διατεταμένα διαλοβιδιακά διαφραγμάτια, λόγω οιδήματός τους. Οι γραμμές Β είναι βραχύτερες των Α. Δεν φέρουν διακλαδώσεις, όπως οι Α, αλλά εμφανίζονται στην περιφέρεια των κάτω, ιδίως, πνευμονικών πεδίων. Εκτείνονται μέχρι τον υπεζωκότα και, φερόμενες οριζόντια, τέμνονται στον κατακόρυφα στον απεικονιζόμενο υπεζωκότα. Συνήθως, εξαφανίζονται μετά τη θεραπεία με διουρητικά. Μερικές φορές καθίστανται μόνιμες, οπότε στη διαφορική διάγνωση περιλαμβάνεται και η ίνωση του διάμεσου ιστού. Αναγνωρίζονται, επίσης, επί οξείας ηωσινοφιλικής πνευμονίας και πνευμονικής φλεβοαποφρακτικής νόσου.
Η λεμφαγγειακή καρκινωμάτωση επηρεάζει, συχνότερα, άτομα ηλικίας 40-49 ετών.
Ορισμένοι καρκίνοι εξαπλώνονται με το λεμφικό σύστημα (καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, καρκίνος του παχέος εντέρου, καρκίνος του στομάχου, καρκίνος του μαστού, καρκίνος toy πνεύμονος, καρκίνος του παγκρέατος, καρκίνος του θυρεοειδούς, καρκίνος του λάρυγγα)
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η καρκινvμάτωση της λεμφαγγειίτιδας προκαλείται από τη διάδοση ενός όγκου με τα κύτταρά του κατά μήκος των λεμφικών αγγείων. Ωστόσο, σε περίπου 20 τοις εκατό των περιπτώσεων, η φλεγμονή των λεμφικών αγγείων (λεμφαγγειίτιδα) προκαλείται από έναν όγκο που εμποδίζει την αποστράγγιση των λεμφαδένων. Στον πνεύμονα, αυτό προκαλείται, συχνά, από μια κεντρικά τοποθετημένη μάζα που εμποδίζει τη λεμφική αποστράγγιση.
Πρόγνωση καρκινωματώδους λεμφαγγειίτιδας
Παλαιότερα η διάγνωση της καρκινωματώδους λεμφαγγειίτιδος σήμαινε ένα προσδόκιμο ζωής έξι μηνών. Ωστόσο, η θεραπεία έχει βελτιώσει την επιβίωση και οι ασθενείς συχνά επιβιώνουν τρία ή περισσότερα χρόνια ή και περισσότερο, ανάλογα με το είδος της θεραπείας που ακολουθούν.
Διαφορική διάγνωση καρκινωματώδους λεμφαγγειίτιδας
Είναι δύσκολη έως αδύνατη η διαφορική διάγνωση της καρκινωματώδους λεμφαγγειίτιδας
Σαρκοείδωση
Ιική πνευμονία
Πνευμονικό οίδημα
Πνευμονίτιδα από ακτινοβολία
Λεμφοκυτταρική διάμεση πνευμονίτιδα
Πνευμονίτιδα από φάρμακα (χημειοθεραπευτικά φάρμακα, στοχευμένα φάρμακα και ανοσοθεραπευτικά φάρμακα κ.ά)
Τα συμπτώματα των ακόλουθων διαταραχών μπορεί να είναι παρόμοια με αυτά της διάχυτης πνευμονικής λεμφαγγειιακής καρκινωμάτωσης.
Μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων μπορεί να έχει συμπτώματα παρόμοια με αυτά που βρίσκονται σε άτομα με διάχυτη πνευμονική λεμφαγγειακή καρκινωμάτωση.
Συγγενής πνευμονική λεμφαγγειεκτασία
Λεμφαγγειολειομυομάτωση (πολλαπλασιασμός λεμφικών αγγείων)
Αιμαγγειομάτωση (πολλαπλασιασμός αιμοφόρων αγγείων)
Διάφορες διαταραχές που σχετίζονται με απώλεια οστού (οστεόλυση), όπως η νόσος Hadju-Cheney. Είναι σπάνιο νόσημα του συνδετικού ιστού, χαρακτηριζόμενο από παραμορφώσεις του κρανίου, ιδιόμορφο προσωπείο, οστεοπόρωση, πρόωρη απώλεια των οδόντων, χαλάρωση των αρθρώσεων, βραχυσωμία, οστεόλυση των τελικών φαλάγγων, απώλεια της ακοής, πνευμονική λεμφαγγειεκτασία και βράγχος της φωνής
Διάφοροι όγκοι ή κακοήθειες, όπως το σχήματος Kaposi’s αιμαγγειοθηλίωμα (kaposiform hemangioendothelioma) και το σάρκωμα πνεύμονα Kaposi’s
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια μπορεί, επίσης, να προκαλέσει παρόμοια συμπτώματα με αυτά που παρατηρούνται στην διάχυτη πνευμονική λεμφαγγειομάτωση. Τέτοιες διαταραχές είναι το άσθμα, η χρόνια αποφρακτική πνευμονική νόσος (ΧΑΠ), συμπεριλαμβανομένου του εμφυσήματος και της χρόνιας βρογχίτιδας και της διάμεσης πνευμονικής νόσου. Οι επαναλαμβανόμενες αναπνευστικές λοιμώξεις μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα.
Η νόσος του Gorham, η οποία είναι οστική ασθένεια, είναι μια σπάνια οστική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από οστική απώλεια (οστεολύσειε) και σχετίζεται με την υπερανάπτυξη (πολλαπλασιασμό) αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων. Τα προσβεβλημένα άτομα βιώνουν προοδευτική καταστροφή και απορρόφηση των οστών. Πολλά οστά μπορεί να εμπλακούν. Οι περιοχές που επηρεάζονται, συνήθως, από τη νόσο του Gorham περιλαμβάνουν τη λεκάνη, τον ώμο, τη σπονδυλική στήλη, τα πλευρά, τη σιαγόνα και το κρανίο. Μπορεί να εμφανιστεί πόνος και πρήξιμο στην πληγείσα περιοχή. Τα οστά που επηρεάζονται από τη νόσο του Gorham είναι επιρρεπή σε κατάγματα. Η σοβαρότητα της νόσου του Gorham μπορεί να ποικίλει από το ένα άτομο στο άλλο και μπορεί δυνητικά να προκαλέσει παραμορφώσεις και λειτουργική αναπηρία. Η ακριβής αιτία της νόσου του Gorham είναι άγνωστη.
Πνευμονοκονίαση
Πνευμονιοκονία άνθρακα
Εξωγενής αλλεργική κυψελίτιδα (πνευμονίτιδα υπερευαισθησίας από φάρμακα και άλλες αιτίες)
Πνευμονικό οίδημα
Λέμφωμα
Πνευμονική κυψελιδική πρωτεϊνοποίηση
Πνευμονία από Pneumocystis jirovecii
Αποφρακτική Βρογχιολίτιδα με Πνευμονία ή κρυπτογενής πνευμονία
Πνευμονίτιδα από ακτινοβολία
Λεμφοκυτταρική διάμεση πνευμονία
Η πνευμονική εμβολή σε καρκίνο πνεύμονος και η λεμφαγγειακή καρκινομάτωση είναι εκδηλώσεις κακοήθειας, τελικού σταδίου που έχουν κακή πρόγνωση.
Διαφορική διάγνωση λεμφαγγειακής καρκινομάτωσης απεικονιστικά
1. Λεμφαγγειακή καρκινομάτωση: ακανόνιστη πάχυνση διαφράγματος, συνήθως εστιακή ή μονομερής, με λεμφαδενοπάθεια 50% και γνωστό καρκίνωμα.
2. Καρδιογενές πνευμονικό οίδημα: αμφοτερόπλευρες ανωμαλίες, πλήρωση κυψελίδων, διογκωμένη καρδιά, ταχεία απόκριση στα διουρητικά, θαμβή ύαλος λόγω πλήρωσης κυψελίδων με υγρό, βαρυτική κατανομή του κυψελιδικού υγρού.
3. Λεμφαγγειακή καρκινωμάτωση με ανάλογη αδενοπάθεια και πάχυνση του κεντρικού βρογχοαγγειακού διαμέσου.
4. Κυψελιδική πρωτεϊνοποίηση: έντονα οριοθετημένα δευτερεύοντα λόβια με εξασθένιση υάλου σε αντίθεση με τους δευτερεύοντες λοβούς με φυσιολογικό αερισμό, υπέρθεση ενδιάμεσου και ενδοβλεβικού πάχους διαφράγματος.
Οι συχνότερα ενοχοποιούμενοι για πρόκληση πνευμονικής τοξικότητας αντινεοπλασματικοί παράγοντες:
– Αντιβιοτικά: Μπλεομυκίνη, Μιτομυκίνη
– Αντιμεταβολίτες: Μεθοτρεξάτη, Γεμσιταμπίνη, Κυταραβίνη, Φλουνταραβίνη
– Αλκυλιωτικοί παράγοντες: Κυκλοφωσφαμίδη, Βουσουλφάνη
– Νιτροζουρίες: Καρμουστίνη, Λομουστίνη
– Αλκαλοειδή της VINCA: Βινδεσίνη, Βινβλαστίνη, Βινορελβίνη
– Ταξάνες: Πακλιταξέλη, Δοσιταξέρη
– Διάφορα: Προκαρβαζίνη, Δοξορουβικίνη, Αναστολείς EGFR, Ρετινοϊκό οξύ
– Βιολογικοί τροποποιητές: Ιντερλευκίνη, Ιντερφερόνη, G-CSF
-Χημικά ανοσοθεραπευτικά φάρμακα
Παράγοντες που αυξάνουν τη πνευμονική τοξικότητα των αντινεοπλασματικών φαρμάκων:
– Μεγάλη ηλικία
– Συνολική δόση του φαρμάκου
– Συνδυασμός κυτταροτοξικών φαρμάκων
– Ακτινοθεραπεία θώρακα
– Προϋπάρχουσα πνευμονική νόσος
– Οξυγονοθεραπεία με υψηλά μίγματα εισπνεόμενου οξυγόνου
– Συγχορήγηση αιμοποιητικών αυξητικών παραγόντων ή κυτταροκινών
Τα περισσότερα κυτταροτοξικά φάρμακα έχουν άμεση τοξική δράση στα επιθηλιακά κύτταρα του πνεύμονα και στο πνευμονικό ενδοθήλιο, μέσω οξειδωτικού, κυρίως, τύπου βλαβών. Οι βλάβες αυτές είναι αποτέλεσμα αυξημένης παραγωγής ελεύθερων ριζών οξυγόνου ή και διαταραχών των αντιοξειδωτικών μηχανισμών, που σχετίζονται, κυρίως, με τη δραστηριότητα ενζύμων με αντιοξειδωτική δράση, όπως η γλουταθειόνη και η δισμουτάση.
Επιπλέον, η απενεργοποίηση του συστήματος των αντιπρωτεασών, που προκαλείται από διάφορα κυτταροτοξικά φάρμακα, όπως η μπλεομυκίνη και η κυκλοφωσφαμίδη, έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη τοξική δράση των πρωτεολυτικών ενζύμων στο πνευμονικό παρέγχυμα.
Ένας άλλος πιθανός μηχανισμός δράσης συνδέεται με την υπερέκφραση των μορίων προσκόλλησης και την αυξημένη παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών και αυξητικών παραγόντων, όπως ο TGF- β (Transforming growth factor), ο TNF- α (Tumor necrosis factor), η παραγόμενη από τα κυψελιδικά μακροφάγα ιντερφερόνη κ.λπ., που μέσω αλληλεπιδράσεων με τα λεμφοκύτταρα και τα ουδετερόφιλα, τα οποία όπως είναι γνωστό κατέχουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της ίνωσης, οδηγούν τελικά στη διέγερση και τον αυξημένο πολλαπλασιασμό των ινοβλαστών, με επακόλουθη υπερβολική εναπόθεση κολλαγόνου και ανάπτυξη μη αναστρέψιμης πνευμονικής ίνωσης.
Πιθανή, επίσης, είναι και η συμμετοχή ανοσολογικών παραγόντων, λόγω της ανοσοδιεγερτικής δράσης ορισμένων φαρμάκων, με αποτέλεσμα διαταραχές των CD4 και CD8 λεμφοκυττάρων.
Τέλος, δεν έχει ακόμη πλήρως διευκρινισθεί ο ρόλος γονιδιακών διαταραχών, που σχετίζονται, κυρίως, με την έκφραση και λειτουργία των πρωτεϊνών του επιφανειοδραστικού παράγοντα ή και τη μεταβολική δράση ορισμένων ενζύμων και οι οποίες φαίνεται ότι προδιαθέτουν στην εμφάνιση της πνευμονικής τοξικότητας.
Κυριότερες μορφές εμφάνισης της πνευμονικής τοξικότητας των αντινεοπλασματικών φαρμάκων:
– Διάμεση πνευμονίτιδα – ίνωση
– Πνευμονίτιδα εξ υπερευαισθησίας
– Μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα
– Διάχυτη κυψελιδική αιμορραγία
– Πλευριτική συλλογή
Διαφορική Διάγνωση πνευμονικής τοξικότητας:
Ο αποκλεισμός άλλων παθήσεων, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα στη διαγνωστική διερεύνηση των ασθενών αυτών και πρέπει, κυρίως, να περιλαμβάνει:
– την επέκταση της βασικής νόσου, ιδιαίτερα τη λεμφαγγειακή διασπορά,
– τις λοιμώξεις του αναπνευστικού, που είναι συχνές στους ασθενείς αυτούς λόγω της ανοσοκαταστολής και της συνήθους παρουσίας προδιαθεσικών παραγόντων,
– τις μετακτινικές βλάβες του πνεύμονα και τέλος,
– τις αιματολογικές διαταραχές, με αποτέλεσμα τη πνευμονική θρομβοεμβολή ή την αιμορραγική διάθεση.
Συμπερασματικά, επισημαίνεται ότι η διάγνωση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι, συνήθως, διάγνωση “εξ αποκλεισμού”, καθώς τόσο η κλινική εικόνα, όσο και τα ακτινολογικά και ιστοπαθολογικά ευρήματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είναι ειδικά.
Στη διαγνωστική προσέγγιση λοιπόν των ασθενών αυτών προτείνονται ορισμένα διαγνωστικά κριτήρια που περιλαμβάνουν:
– ιστορικό θεραπείας με το πιθανά ενοχοποιούμενο φάρμακο,
– απεικονιστικά ευρήματα που δεν υπήρχαν σε προγενέστερο έλεγχο και που είναι συμβατά με τη πιθανολογούμενη νόσο,
– ευρήματα στο βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα ή/και την ιστοπαθολογική εξέταση, ενδεικτικά της πιθανολογούμενης νόσου,
– αποκλεισμός οποιασδήποτε πνευμονικής νόσου, η οποία εμφανίζεται με ανάλογη κλινικο-ακτινολογική εικόνα.
Πρέπει τέλος να αναφέρουμε ότι τα κυριότερα αντινεοπλασματικά φάρμακα ή ακόμη και έκδοχά τους, που ενοχοποιούνται για πρόκληση πνευμονικής τοξικότητας, ευθύνονται και για εμφανώς αλλεργικού τύπου αντιδράσεις που εκδηλώνονται κυρίως με βήχα, βρογχόσπασμο και οξεία δύσπνοια και μπορεί να συνοδεύονται από γενικευμένο ερύθημα, υπόταση κ.ά.
Το μοριακό προφίλ του όγκου είναι απαραίτητο και χρήσιμο εργαλείο για τη θεραπευτική σας απόφαση.
Ζητείστε την εξέταση πριν κάνετε οποιαδήποτε θεραπεία. Η ζωή σας είναι πολύτιμη.
Ζητήστε από την EMEDI πληροφορίες για το μοριακό προφίλ του όγκου.
Γράφει η
Δρ Σάββη Μάλλιου Κριαρά
Ειδικός Παθολόγος- Ογκολόγος, MD, PhD
Διαβάστε περισσότερα για την Σάββη Μάλλιου Κριαρά
Τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για τον καρκίνο
Πατήστε, εδώ, για να παραγγείλετε τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για τον καρκίνο
Η καθοδήγηση για την επιλογή των ποιων συμπληρωμάτων διατροφής, από τα ανωτέρω, είναι κατάλληλα για την ασθένειά σας θα γίνει σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό.
Διαβάστε, επίσης,
Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί πιο αποτελεσματικά η περιτοναϊκή καρκινωμάτωση
Σε ποιους ασθενείς πρέπει να γίνεται έλεγχος για φυματίωση