Η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα είναι μια αργά εξελισσόμενη νόσος του νεφρού
Η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα, ICD-10 N03.2 είναι μια αργά εξελισσόμενη νόσος του νεφρού που πλήττει, κυρίως, τους ασθενείς ηλικιών 30 και 50 ετών, συνήθως, τους Καυκάσιους.
Η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα είναι η σπειραματική νόσος που χαρακτηρίζεται από διάχυτη και ομοιόμορφη πάχυνση της βασικής μεμβράνης, η οποία οφείλεται στην υποεπιθηλιακή εναπόθεση ανοσοσυμπλεγμάτων.
Η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα αποτελεί τη συχνότερη αιτία νεφρωσικού συνδρόμου των ενηλίκων (περίπου 40% των περιπτώσεων) μαζί με τη διαβητική νεφροσκλήρυνση και την εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση. Αντίθετα εμφανίζεται σπάνια στα παιδιά. Υπολογίζεται ότι η συχνότητά της είναι ακόμη μεγαλύτερη στους ηλικιωμένους (έως και 60% των περιπτώσεων νεφρωσικού συνδρόμου). Οι άνδρες προσβάλλονται με διπλάσια συχνότητα σε σχέση με τις γυναίκες. Είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία νεφρωσικού συνδρόμου σε ενήλικες και η εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση είναι η πιο συχνή.
Η μεμβρανουπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα θεωρείται μια ξεχωριστή οντότητα και περιλαμβάνει την βασική μεμβράνη και το μεσάγγειο, ενώ η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα περιλαμβάνει τη βασική μεμβράνη, αλλά όχι το μεσαγγείο. Η μεμβρανουπερπλαστική σπειραματονεφρίτιδα έχει το εναλλακτικό όνομα “μεσαγγειοτριχοειδική σπειραματονεφρίτιδα”, για να τονιστεί ο μεσαγγειακός χαρακτήρας της.
Αιτίες μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων (70% περίπου) δεν αναγνωρίζεται αιτιολογικός παράγοντας και η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα αναφέρεται ως ιδιοπαθής.
Στο 30% περίπου των περιπτώσεων η μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα οφείλεται σε συγκεκριμένο αιτιολογικό παράγοντα οπότε και αναφέρεται ως δευτεροπαθής. Κύρια αίτια δευτεροπαθούς μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας είναι οι κακοήθειες συμπαγών οργάνων (πνεύμονα, παχέος εντέρου, ορθού, νεφρού, μαστού, στομάχου), αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, φάρμακα, όπως ο χρυσός, η D-πενικιλλαμίνη, η καπτοπρίλη και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και λοιμώξεις από βακτήρια και ιούς. Σε περιοχές ενδημίας μάλιστα, λοιμώξεις όπως η ελονοσία ή η σχιστοσωμίαση αποτελούν το κύριο αίτιο της νόσου. Συνήθως η δευτεροπαθής μορφή εμφανίζεται μετά τη διάγνωση της νόσου που την προκάλεσε με την εξαίρεση του ΣΕΛ και ορισμένων όγκων όπου η σπειραματονεφρίτιδα μπορεί να είναι η πρώτη και μοναδική εκδήλωση για αρκετούς μήνες.
Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο σε ενήλικους ασθενείς με μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα όχι μόνο να αποκλείεται η ύπαρξη αιτίων, όπως π.χ. τα νεοπλάσματα αλλά και να παρακολουθείται και μετά την αντιμετώπιση της νεφρικής νόσου για αρκετούς μήνες για να αποκαλυφθεί έγκαιρα μια υποκρυπτόμενη νεοπλασματική διεργασία.
Κύρια αίτια της μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
- Ιδιοπαθής (70%)
- Δευτεροπαθής (30%)
-Κακοήθειες (συμπαγείς όγκοι)
-Ρευματικά νοσήματα (Σ.Ε.Λ., ρευματοειδής αρθρίτιδα)
-Φάρμακα (πενικιλλαμίνη, χρυσός, καπτοπρίλη)
-Λοιμώδεις παράγοντες (ηπατίτιδα Β και C, σύφιλη, σχιστοσωμίαση)
-Σαρκοείδωση
-Σακχαρώδης διαβήτης
Παθογένεια μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
Η παθογένεια της μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένη, αν και πρόκειται για ανοσολογικής αρχής νόσο με κύριο ιστολογικό της χαρακτηριστικό την ανεύρεση ανοσοσυμπλεγμάτων στην επιθηλιακή πλευρά της βασικής σπειραματικής μεμβράνης.
Μετά τον σχηματισμό των ανοσοσυμπλεγμάτων στην υποεπιθηλιακή περιοχή της σπειραματικής μεμβράνης ενεργοποιείται το συμπλήρωμα και απελευθερώνονται ενεργείς ρίζες οξυγόνου. Αποτέλεσμα είναι η τοπική βλάβη της διηθητικής μεμβράνης του σπειράματος και η πρόκληση σοβαρής πρωτεϊνουρίας. Καθώς όμως η βασική μεμβράνη απομονώνει τα ανοσοσυμπλέγματα από τον ενδοτριχοειδικό χώρο, η φλεγμονώδης διεργασία δεν επεκτείνεται και δεν προσελκύονται φλεγμονώδη κύτταρα στην περιοχή. Επίσης δεν προκαλείται κυτταρική υπερπλασία.
Στα ανοσοσυμπλέγματα υπερτερούν οι IgG ανοσοσφαιρίνες και το C3-συμπλήρωμα.
Εάν βρεθούν ανοσοσυμπλέγματα, ιδιαίτερα IgA στη βασική μεμβράνη των σωληναρίων και στο κυτταρόπλασμά τους, τότε πιθανολογείται η δευτεροπαθής μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα π.χ. από ερυθηματώδη λύκο.
Κλινική εικόνα μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
Μερικοί ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν νεφρωσικό σύνδρομο με πρωτεϊνουρία, οίδημα με ή χωρίς νεφρική ανεπάρκεια. Άλλοι μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί και μπορεί να έχουν πρωτεϊνουρία.
Η κλασική κλινική εμφάνιση της μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας είναι το νεφρωσικό σύνδρομο το οποίο εμφανίζεται στα τρία τέταρτα περίπου των ασθενών. Μικροσκοπική αιματουρία μπορεί να συνυπάρχει στους μισούς ασθενείς, ενώ υπέρταση και έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να υπάρχουν ήδη από τη διάγνωση.
Χαρακτηριστικό του νεφρωσικού συνδρόμου που οφείλεται στη μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα είναι η συχνότατη εμφάνιση θρομβοεμβολικών επιπλοκών (30% θρόμβωση νεφρικής φλέβας, 20% πνευμονική εμβολή). Οι επιπλοκές αυτές οφείλονται στις διαταραχές των παραγόντων πήξης και ινωδόλυσης που χαρακτηρίζουν κάθε νεφρωσικό σύνδρομο.
Ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών (20-30%) δεν εμφανίζει νεφρωσικό σύνδρομο αλλά μέτρια πρωτεϊνουρία η οποία είναι μη εκλεκτική και μπορεί να συνοδεύεται από μικροσκοπική αιματουρία και υπέρταση.
Σπάνια η νόσος μπορεί να εμφανισθεί και ως ταχέως εξελισσόμενη σπειραματονεφρίτιδα με την παρουσία μηνοειδών σχηματισμών στη βιοψία νεφρού και την κοκκώδη εναπόθεση IgG στον ανοσοφθορισμό.
Επίσης, κατά την πορεία της νόσου μπορεί να εμφανιστεί οξεία επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας που μπορεί να οφείλεται θρόμβωση της νεφρικής φλέβας, ή σε υποογκαιμία λόγω της βαριάς υπολευκωματιναιμίας, ή τέλος, σε οξεία διάμεση νεφρίτιδα από φάρμακα.
Διαφορική διάγνωση μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
Η διαφορική διάγνωση της νόσου γίνεται από σπειραματοπάθειες που προκαλούν στους ενήλικες νεφρωσικό σύνδρομο, όπως η νόσος των ελαχίστων αλλοιώσεων και η εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση. Η νεφρική βιοψία θα δώσει καθοριστική απάντηση, για τις αποφάσεις της θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Τα εργαστηριακά ευρήματα, είναι σημαντικά για την διαφορική διάγνωση, όπως το είδος της πρωτεϊνουρίας: στην μεμβρανώδη σπειραματοπάθεια, η πρωτεϊνουρία είναι μη εκλεκτική, στη νόσο των ελαχίστων αλλοιώσεων είναι εκλεκτική, ενώ στην εστιακή σπειραματοσκλήρυνση μη εκλεκτική ενώ συνυπάρχει υπέρταση.
Διαγνωστική προσέγγιση μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
- Μέτρηση αρτηριακής πίεσης για υπέρταση
- Εξέταση αίματος για κρεατινίνη, ηλεκτρολύτες, ΤΚΕ, CRP, λευκώματα, ηλεκτροφόρηση ορού
- Αυτοαντισώματα, κυρίως ΑΝΑ, ΕΝΑ, αντισώματα κατά της βασικής μεμβράνης (σύνδρομο Goodpasture, αντι-ds-DNA (ΣΕΛ), αντικυτταροπλασματικά αντισώματα (C-ANCA σε νόσο Wegener).
- Συμπλήρωμα C3, C4 (ελαττωμένο σε κατανάλωση συμπληρώματος), κυκλοφορούντα ανοσοσυμπλέγματα, ορολογικός έλεγχος ηπατίτιδας (η οζώδης πολυαρτηρίτιδα σε 30% των περιπτώσεων σχετίζεται με ηπατίτιδα Β), ανοσοηλεκτροφόρηση ορού και ούρων (IgA ορού αυξημένη σε IgA νεφροπάθεια, παραπρωτεϊνη σε πλασματοκύττωμα και αμυλοείδωση.
- Εξετάσεις ούρων: Ίζημα για αιματουρία, λευκοκυττουρία, κύλινδροι ερυθρών ή κοκκώδεις, σπειραματικά ερυθροκύτταρα και ούρα 24ώρου για κάθαρση κρεατινίνης, λεύκωμα και ηλεκτροφόρηση
- Υπερηχογράφημα κοιλιάς (ενδεχομένως ρικνοί νεφροί σε χρόνια σπειραματονεφρίτιδα, διογκωμένοι νεφροί σε οξεία σπειραματονεφρίτιδα, ακτινογραφία θώρακος
- Η οριστική διάγνωση της μεμβρανώδης νεφροπάθειας απαιτεί βιοψία νεφρού.
Ιστολογικά ευρήματα μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
Το χαρακτηριστικό ιστολογικό χαρακτηριστικό της μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας στο φωτονικό μικροσκόπιο είναι η διάχυτη και ομοιόμορφη πάχυνση της βασικής μεμβράνης του σπειράματος, χωρίς τη συνύπαρξη υπερπλασίας των κυτταρικών στοιχείων του σπειράματος και χωρίς την παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων.
Το χαρακτηριστικό εύρημα της νόσου στον ανοσοφθορισμό είναι η διάχυτη κοκκώδης εναπόθεση κυρίως IgG, αλλά και C3 κατά μήκος της βασικής μεμβράνης του σπειράματος.
Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο αναδεικνύονται πυκνές εναποθέσεις στην υποεπιθηλιακή περιοχή, ενώ συνυπάρχει διάχυτη εξάλειψη των ποδοειδών εκβλαστήσεων των ποδοκυττάρων.
Η πάχυνση της βασικής μεμβράνης στη μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα φαίνεται ότι αποτελεί αντίδραση στον υποεπιθηλιακό σχηματισμό των ανοσοσυμπλεγμάτων. Αρχικά η βασική μεμβράνη παχύνεται ομοιογενώς. Στη συνέχεια δημιουργεί προεκβολές προς τον υποεπιθηλιακό χώρο που σταδιακά αγκαλιάζουν και ενσωματώνουν τα ανοσοσυμπλέγματα σε αυτήν.
Η νόσος με βάση τα ιστοπαθολογοανατομικά ευρήματα τόσο του φωτονικού, όσο και του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, με ή χωρίς ανοσοφθορισμό, μπορεί να διακριθεί σε 5 στάδια κατά Ehrenreich και Churg :
1) Στο στάδιο Ι, δεν αναγνωρίζονται βλάβες και ο ανοσοφθορισμός μπορεί να αναδείξει μικροσκοπικά κοκκώδεις εναποθέσεις IgG και C3, ενώ στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, εμφανίζονται μικρές πυκνές υποεπιθηλιακές εναποθέσεις (ανοσοσυμπλέγματα).
2) Στο στάδιο ΙΙ, αναγνωρίζεται μικροσκοπικά η πάχυνση της βασικής μεμβράνης, ενώ στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διαπιστώνεται ότι από τη βασική μεμβράνη ξεκινούν προεκβολές σαν ακίδες προς τις εναποθέσεις του υποεπιθηλιακού χώρου.
3) Στο στάδιο ΙΙΙ, οι προεκβολές περιβάλλουν πλήρως τις εναποθέσεις δίνοντας την εικόνα της ενσωμάτωσής τους στη βασική μεμβράνη.
4) Στο στάδιο IV, η βασική μεμβράνη εμφανίζεται ανομοιογενώς πεπαχυσμένη, ενώ στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διαυγείς περιοχές εμφανίζονται να αντικαθιστούν τις περιοχές των πυκνών εναποθέσεων.
5) Στο στάδιο V, υπάρχει διάχυτη σκλήρυνση του σπειράματος.
Η σταδιοποίηση βοηθά στην πρόγνωση της κλινικής πορείας της νόσου, μαζί με την εκτίμηση της έκτασης της βλάβης του σωληναριοδιάμεσου χώρου, που συνοδεύει τη σπειραματική βλάβη με την πρωτεϊνουρία.
Το στάδιο Ι έχει την καλύτερη πρόγνωση.
Στην περίπτωση της μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου (νεφρίτιδα Σ.Ε.Λ. σταδίου V), εκτός από την πάχυνση της βασικής μεμβράνης και τις υποεπιθηλιακές εναποθέσεις, μπορεί να συνυπάρχουν υποενδοθηλιακές, μεσαγγειακές ή και ενδομεμβρανικές εναποθέσεις καθώς και υπερπλασία των μεσαγγειακών κυττάρων και αύξηση της μεσαγγειακής εξωκυττάριας ουσίας. Επίσης μπορούν να εμφανιστούν στον ανοσοφθορισμό και εναποθέσεις άλλων ανοσοσφαιρινών πλην της IgG καθώς και εναπόθεση C1q, ενώ στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο χαρακτηριστικά είναι τα σωμάτια ιντερφερόνης.
Θεραπεία μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας
Η θεραπεία της δευτεροπαθούς μεμβρανώδους νεφροπάθεια καθοδηγείται από την επεξεργασία της αρχικής νόσου. Oι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα και μη ειδικά αντιπρωτεϊνουρικά μέτρα.
Θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά
1. Κορτικοστεροειδή: Πρόληψη της εξέλιξης σε νεφρική ανεπάρκεια, χωρίς βελτίωση της πρωτεϊνουρίας
2. Χλωραμβουκίλη
3. Κυκλοσπορίνη
4. Tacrolimus
5. Κυκλοφωσφαμίδη
6. Μυκοφαινολάτη μοφετίλ
Ίσως η πιο δύσκολη πτυχή της μεμβρανώδους σπειραματονεφρίτιδας είναι να αποφασιστεί ποιοι ασθενείς θα πάρουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία ή αντιπρωτεϊνουρικές θεραπείες. Ένα μεγάλο μέρος της δυσκολίας αυτής οφείλεται στην έλλειψη της ικανότητας να προβλέψουμε ποιοι ασθενείς θα προχωρήσουν σε τελικού σταδίου νεφρική νόσο αρκετά σοβαρή, ώστε να απαιτούν αιμοκάθαρση. Επειδή τα παραπάνω φάρμακα έχουν κίνδυνο, η θεραπεία δεν πρέπει να ξεκινά με προσεκτική εξέταση οφέλους /κινδύνου. Το ανοσοκατασταλτικό φάρμακο θα πρέπει να συνδυαστεί με πρεδνιζόνη, που έχει δείξει κάποιο όφελος στην επιβράδυνση της εξέλιξης της μεμβρανώδης νεφροπάθειας.
Οι δύο στόχοι της θεραπείας στη μεμβρανώδη νεφροπάθεια είναι πρώτα να σταματήσει το νεφρωσικό σύνδρομο και μετά η πρόληψη της ανάπτυξης τελικού σταδίου νεφρικής ανεπάρκειας. Η χλωραμβουκίλη ή h κυκλοφωσφαμίδη, είτε μόνη της είτε με στεροειδή, είναι πιο αποτελεσματική από τη συμπτωματική θεραπεία ή τη μονοθεραπεία με στεροειδή μόνο στην επαγωγή ύφεσης του νεφρωσικού συνδρόμου. Η κυκλοσπορίνη Α επιβραδύνει το ρυθμό μείωσης της νεφρικής λειτουργίας.
Στους ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία και ήπια λευκωματουρία δεν χρειάζεται ειδική θεραπεία και η αντιμετώπιση συνίσταται στη ρύθμιση της υπέρτασης (θεραπεία εκλογής είναι οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου) και την τακτική κλινικοεργαστηριακή παρακολούθηση των ασθενών για τυχόν μεταβολή της κλινικής τους πορείας.
Στους ασθενείς με νεφρωσικό σύνδρομο πρέπει καταρχήν να εφαρμοστούν τα συντηρητικά μέτρα αντιμετώπισης του νεφρωσικού συνδρόμου. Η συντηρητική αυτή αγωγή συνίσταται στον έλεγχο του ισοζυγίου υγρών και ηλεκτρολυτών (με τον περιορισμό του άλατος και επί υπονατριαιμίας τον περιορισμό του ύδατος και τη χρήση διουρητικών της αγκύλης όπου κρίνεται απαραίτητο για την αντιμετώπιση του οιδήματος). Αντιαιμοπεταλιακά ή και ηπαρίνη μπορούν να χρησιμοποιηθούν προληπτικά (σε αλβουμίνη<2gr/dl), ενώ μετά από επιβεβαιωμένη θρόμβωση επιβάλλεται η χορήγηση ηπαρίνης (σε αυξημένες δόσεις λόγω της ανεπάρκειας της αντιθρομβίνης ΙΙΙ που περιορίζει τη δράση της).
Η υπερλιπιδαιμία αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση στατινών για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου στους ενήλικες.
Σε ότι αφορά την ειδική ανοσοκατασταλτική αγωγή οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι πρέπει κανείς να περιμένει έξι μήνες πριν ξεκινήσει μια δυνητικά τοξική αγωγή, καθώς συχνά παρατηρούνται αυτόματες υφέσεις (πλήρεις υφέσεις σε ποσοστό 25% και μερικές υφέσεις σε ποσοστό 25-35%), χορηγώντας μόνο αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου και αντιμετωπίζοντας συντηρητικά το νεφρωσικό σύνδρομο.
Στην περίπτωση των δευτεροπαθών μορφών οφειλομένων σε φάρμακα, η άμεση απομάκρυνση του υπεύθυνου φαρμάκου, εφ’ όσον συμβεί έγκαιρα, αποκαθιστά τα πράγματα. Στις μορφές, που οφείλονται σε ιούς ή άλλους λοιμογόνους παράγοντες η εφαρμογή της ανοσοκατασταλτικής αγωγής ενέχει κινδύνους για την πορεία της πρωτογενούς νόσου.
Ασθενείς με βαριά λευκωματουρία (>9 gr/24ωρο) ή επιδεινούμενη νεφρική λειτουργία πρέπει να τεθούν άμεσα σε ανοσοκατασταλτική αγωγή.
Χορηγείται πρεδνιζόνη (0.5-1 mg/kg βάρους με σταδιακή μείωση) και κυκλοφωσφαμίδη (2-3 mg/kg βάρους) ή χλωραμβουκίλη (0.2 mg/kg βάρους). Η βέλτιστη διάρκεια της ανοσοκατασταλτικής αγωγής δεν είναι γνωστή, φαίνεται όμως ότι θεραπείες που διακόπτονται πριν το εξάμηνο συνοδεύονται από υψηλά ποσοστά υποτροπής.
Ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα έχουν διαπιστωθεί με τη χρήση του σχήματος εναλλάξ μηνιαίας χορήγησης μεθυλπρεδνιζολόνης και χλωραμβουκίλης για έξι μήνες. Τον 1ο, 3ο και 5ο μήνα χορηγείται μεθυλπρεδνιζολόνη, τις πρώτες τρεις ημέρες σε μορφή ενδοφλέβιων ώσεων του 1 γραμμαρίου και εν συνεχεία από του στόματος σε δόση 0,4 mg/kg βάρους. Τον 2ο, 4ο και 6ο μήνα χορηγείται χλωραμβουκίλη σε δόση 0,2 mg/kg βάρους. Με το σχήμα αυτό έχουν επιτευχθεί υφέσεις του νεφρωσικού συνδρόμου (μερικές ή πλήρεις) έως και στο 85%των ασθενών. Ανάλογη αποτελεσματικότητα φαίνεται να έχει και ο συνδυασμός κορτικοειδών με κυκλοφωσφαμίδη. Πρόβλημα με τη χρήση των ανωτέρω κυτταροτοξικών φαρμάκων είναι η αυξημένη συχνότητα σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών (λοίμωξη, κακοήθεια, τοξικότητα στις γονάδες κ.α.).
Επί υποτροπής του νεφρωσικού συνδρόμου μπορεί να επαναληφθεί το αρχικό σχήμα.
Στους ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν ή σε αυτούς που παρουσιάζουν συχνές υποτροπές μπορεί να χορηγηθεί συνδυασμός κορτικοειδών με κυκλοσπορίνη. Επίσης, ο συνδυασμός αυτός μπορεί να χορηγηθεί και σαν αρχική αγωγή καθώς έχει ικανοποιητική αποτελεσματικότητα (περίπου 70% ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου) χωρίς την τοξικότητα της κυκλοφωσφαμίδης ή της χλωραμβουκίλης. Μειονέκτημα του συνδυασμού είναι η αυξημένη συχνότητα υποτροπών μετά τη διακοπή της κυκλοσπορίνης. Συνήθως απαιτείται μακροχρόνια θεραπεία και για το λόγο αυτό προτείνεται η διενέργεια νεφρικών βιοψιών ανά 18 μήνες για τον έλεγχο πιθανής νεφροτοξικότητας της κυκλοσπορίνης.
Εναλλακτική αγωγή είναι η ενδοφλέβια χορήγηση ανοσοσφαιρίνης.
Σε περίπτωση που η νόσος εκδηλωθεί ως ταχέως εξελισσόμενη σπειραματονεφρίτιδα η αγωγή είναι ανάλογη της ταχέως εξελισσόμενης οιασδήποτε αιτιολογίας (μεθυλπρεδνιζολόνη, κυκλοφωσφαμίδη με ή χωρίς πλασμαφαίρεση).
Η ανοσοκατασταλτική θεραπεία σε ασθενείς με προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια, δεν έχει ένδειξη εφαρμογής.
Τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για την υγεία των νεφρών
Πατήστε, εδώ, για να παραγγείλετε τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για την υγεία των νεφρών
Η καθοδήγηση για την επιλογή των ποιων συμπληρωμάτων διατροφής, από τα ανωτέρω, είναι κατάλληλα για την ασθένειά σας θα γίνει σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό.
Διαβάστε, επίσης,
Σε ποιες ασθένειες χρησιμοποιούνται τα πεπτίδια
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
Μάθετε να αξιολογείτε την γενική ούρων
Γνωρίστε τα ομοιοπαθητικά φάρμακα
Μόλυνση του περιβάλλοντος και διατροφή
Πότε επιβάλλεται αυστηρά δίαιτα στο αλάτι και πότε ελαστική
www.emedi.gr