Χρήσιμες πληροφορίες για τους αυξητικούς παράγοντες λευκών
Σε τυχαιοποιημένες μελέτες οι G-CSF αυξητικοί παράγοντες λευκών εμποδίζουν τον πυρετό σε ουδετεροπενικούς ασθενείς που έχουν πάρει εντατική χημειοθεραπεία.
Οι G-CSF έχουν εκτιμηθεί ως πρωτογενής προφύλαξη και σε συμπληρωματική χημειοθεραπεία που δίνεται κάθε 3 εβδομάδες. Στις μελέτες, το ναδίρ και η διάρκεια της ουδετεροπενίας ελαττώθηκαν σε ασθενείς που πήραν G-CSF κατά τη διάρκεια του αρχικού κύκλου της θεραπείας. Το απόλυτο ποσοστό των ασθενών με εμπύρετο ουδετεροπενία, επίσης, σημαντικά ελαττώθηκε (20%).
Οι ασθενείς που πήραν G-CSF είχαν λιγότερες νοσηλείες για αντιβιοτική θεραπεία και μικρότερο κίνδυνο για λοιμώξεις. Οι ασθενείς είχαν, επίσης, μικρότερη πιθανότητα για καθυστερήσεις και μειώσεις των δόσεων της χημειοθεραπείας κι έτσι ήταν σε θέση να λαμβάνουν πιο εντατικοποιημένες και υψηλές δόσεις χημειοθεραπείας, ακόμη και κάθε εβδομάδα. Παρόλα αυτά οι ανταποκρίσεις και η επιβίωση δεν βελτιώνονται. Γιατί;
Στις περισσότερες περιπτώσεις η δόση των G-CSF είναι 5 μg/kg ημερησίως. Πόνος στα οστά αναφέρεται σε 20% των ασθενών, αλλά σπάνια περιορίζεται με την ελάττωση της δόσης και συχνά ελέγχεται με αναλγητικά και έτσι δεν απαιτείται η διακοπή τους.
Άρα, σε όγκους που γίνεται χημειοθεραπεία σε υψηλές δόσεις οι G-CSF ελαττώνουν τα επεισόδια εμπύρετης ουδετεροπενίας σε ποσοστό 50%, ελαττώνοντας την ανάγκη για νοσηλείες και χρήση αντιβιοτικών. Παρόλα αυτά το κλινικό και οικονομικό όφελος σχετίζεται με την συνολική επίπτωση της εμπύρετης ουδετεροπενίας με ένα συγκεκριμένο χημειοθεραπευτικό σχήμα. Επειδή, απαιτείται, τουλάχιστον 40% κίνδυνος για εμπύρετη ουδετεροπενία, για ένα συγκεκριμένο χημειοθεραπευτικό σχήμα, για να έχει η προφυλακτική χρήση G-CSF σημαντική επίδραση στην αποτελεσματικότητα και στο οικονομικό όφελος, η χρήση G-CSF πρέπει να περιορίζεται σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο για επιπλοκές που σχετίζονται με λοιμώξεις και που έχουν φτωχή πρόγνωση. Οι παράγοντες κινδύνου είναι η μη ελεγχόμενη πρωτοπαθής νόσος, η πνευμονία, η υπόταση, η σήψη, οι μυκητισιακές λοιμώξεις και ο επιπλεγμένος πυρετός που διαρκεί πάνω από 10 ημέρες.
Σε σύγκριση με τους G-CSF-Granulocyte-colony stimulating factor, οι GΜ-CSF-Granulocyte-macrophage colony-stimulating factor έχουν λιγότερη βιολογική δράση και έχουν δείξει μια μείωση στη σοβαρότητα της ουδετεροπενίας, αλλά προκαλούν πυρετό από κυτοκίνες. Έτσι οι G-CSF προτιμούνται σε σχέση με τους GΜ-CSF και έχουν επιπλέον το πλεονέκτημα να δίνονται και σε πεγκυλιωμένη μορφή μία φορά την εβδομάδα ή και μία φορά κάθε 21 ημέρες.
Οι επιπλοκές από τις λοιμώξεις παραμένουν ένα μεγάλο πρόβλημα στη θεραπεία ασθενών με οξείες λευχαιμίες, ειδικά τους πιο ηλικιωμένους, στους οποίους ο θάνατος από λοιμώξεις αποτελεί τον πρωταρχικό λόγο αποτυχίας της θεραπείας τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η προφυλακτική χορήγηση G-CSF δεν γίνεται για να εμποδίσει τον σχεδόν καθολικό ουδετεροπενικό πυρετό, αλλά για να ελαττώσει τα επεισόδια ουδετεροπενίας για να ελαττωθεί η χρήση των αντιβιοτικών και κυρίως των αντιμυκητησιακών και να ελαττωθεί η παραμονή στο νοσοκομείο.
Αλλά μήπως οι G-CSF διεγείρουν την ανάπτυξη των λευχαιμικών κυττάρων;
Ο παράγοντας διέγερσης αποικιών κοκκιοκυττάρων μπορεί να ενισχύσει την ανάπτυξη μυελογενών κυττάρων in vitro και παρόμοια επίδραση μπορεί να παρατηρηθεί σε ορισμένα μη – μυελογενή κύτταρα in vitro.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του G-CSF δεν έχει διερευνηθεί σε ασθενείς με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο, χρόνια μυελογενή λευχαιμία και σε ασθενείς με δευτεροπαθή Οξεία Μυελογενή Λευχαιμία (ΑΜL). Συνεπώς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε αυτούς τους ασθενείς.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται προκειμένου να γίνει διάκριση της διάγνωσης του μετασχηματισμού των βλαστών της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας από την οξεία μυελογενή λευχαιμία.
Διαβάστε, επίσης,
Τα καρκινικά μονοπάτια της οξείας λευχαιμίας
Τα χαρακτηριστικά καρκινικού κυττάρου
Αυξητικοί παράγοντες και καρκίνος μαστού
www.emedi.gr